- πατριωτάκι
- το [πατριώτης](ως θωπευτ. έκφρ.) συμπατριώτης, συντοπίτης, συμπολίτης, συγχωριανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατριώτης — ο θηλ. πατριώτισσα ουδ. πατριωτάκι 1. αυτός που είναι από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. 2. αυτός που αγαπά την πατρίδα του: Είναι καλός πατριώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)